Ιστορικά Στοιχεία

Σε επιγραφή που περιέχει ψήφισμα των Πραισίων, αναφέρονται οι Σηταήτας, οπότε κάποιοι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι μπορεί να υπήρχε διαφορετική πόλη με το όνομα Σήταια που άλλαξε σε Σητεία αργότερα.

Το όνομα Σητεία σαφώς προέρχεται από την αρχαία πόλη Ητεία. Μελετητές και γλωσσολόγοι που ασχολήθηκαν με την ετυμολογία του ονόματος αναφέρουν ότι μάλλον προέρχεται από τη γενική του ονόματος Ητεία (της Ητείας) ή από το “εις Ητεία”.

Το βέβαιο είναι ότι τα στοιχεία που βρέθηκαν στη θέση της σημερινής Σητείας δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας πλήρως οργανωμένης πόλης στο σημείο αυτό. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως πλήθος ευρημάτων στην περιοχή του Πετρά, με δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα.

Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η οικονομία του νησιού είναι κυρίως αγροτική και ποιμενική. Το πλήθος όμως των παλαιοχριστιανικών ναών, όπως εκείνων της Ιτάνου, αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία σχετικού πλούτου και σταθερότητας. Από τα μέσα του 7ου μ. Χ. αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται η αραβική απειλή και τα κρητικά παράλια συχνά υπέφεραν από τις επιδρομές του αραβικού στόλου. Κατά την εγκατάσταση των Αράβων στην Κρήτη ιδρύεται ένα ιδιότυπο αραβικό εμιράτο που στηρίζει την επιβίωσή του στην πειρατεία και στην οικονομική καταπίεση του ντόπιου πληθυσμού. Με την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ.) και την επανασύνδεσή της με τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξεκινάει μια νέα περίοδος στην ιστορία της.

Την περίοδο της Ενετοκρατίας η Σητεία έγινε μέρος του Ενετικού Regno di Candia και έλαβε το χαρακτηρισμό «maximum statum et lumen ejiusdem insulae» ( που σημαίνει «μέγιστος σταθμός αλλά και φως του νησιού»).

Οι Ενετοί, όπως συνήθιζαν, έχτισαν διάφορα κάστρα και φρούρια στην πόλη, εκ των οποίων σώζεται σήμερα το φρούριο Καζάρμα, που δεσπόζει πάνω από την Σητεία.

Η Σητεία συμμετείχε ενεργά σε εξεγέρσεις κατά των κατακτητών. Το 1362 οι Ενετοί άποικοι της περιοχής εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν την Κρήτη “Αυτόνομη Δημοκρατία του Αγίου Τίτου”.

Το 1651 οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν αφού είχε περιέλθει σε πλήρη παρακμή, και μετακινήθηκαν προς τον οικισμό Λιόπετρο. Οι Ενετοί, βλέποντας ότι οι Τούρκοι απειλούν την περιοχή κατέστρεψαν το φρούριο Καζάρμα για να μην πέσει στα χέρια τους, αφήνοντας μόνο τον πύργο και μερικούς μικρότερους αποθηκευτικούς κυρίως χώρους. Η Σητεία δεν εποικίστηκε για δυο αιώνες περίπου, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Η Σητεία ξαναχτίστηκε το 1870, από έναν προοδευτικό Τούρκο, τον Αβνή Πασά, χάριν του οποίου η πόλη ονομάστηκε Αβνιέ. Οι Έλληνες της περιοχής όμως συνέχισαν να την ονομάζουν Σητεία, διατηρώντας το ιστορικό της όνομα.

Ο Χουσεϊν Αβνή Πασάς αποφάσισε να αγοράσει την περιοχή της παλιάς Σητείας και να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα της επαρχίας του. Ο ίδιος έφτιαξε και το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, και έχτισε πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Ένα από τα πρώτα κτίρια που φτιάχτηκαν στην περιοχή ήταν το επαρχείο, που δε σώζεται σήμερα.

Στην απογραφή του 1881 η Σητεία είχε περίπου 570 κατοίκους, ενώ το 1928 είχε 2100. Το 1911 έγιναν σημαντικά έργα στην περιοχή, η οποία υδροδοτήθηκε από τις πηγές του χωριού Ζου. Από τότε η Σητεία έγινε ένα από τα σημαντικά κέντρα της Ανατολικής Κρήτης. Εκτός από την οικονομική άνθηση της πόλης που στηρίζεται κυρίως στην διακίνηση της μεγάλης παραγωγής της επαρχίας σε λάδι, σταφίδα και κηπευτικά σπουδαία είναι και η πολιτιστική της ανόρθωση που στηρίζεται στην βαριά πολιτιστική της κληρονομιά.

Η Σητεία καταλήφθηκε το 1941 από Ιταλούς, που παρέμειναν στην πόλη μέχρι την αποχώρηση τους και την άφιξη του Γερμανικού στρατού κατοχής. Στη διάρκεια της κατοχής οι άνθρωποι της Σητείας οργάνωσαν αντίσταση κατά των Γερμανών. Στην αντίσταση πήραν μέρος και οι μοναχοί στη Μονή Τοπλού, που κινδύνεψε να καταστραφεί ολοσχερώς από τους Ναζί.

Εκτός από μια εξαιρετική βιβλιοθήκη, διαθέτει και σημαντικό λαογραφικό Μουσείο έργο του Προοδευτικού συλλόγου, «ό Βιτσέντζος Κορνάρος», παράρτημα της Περιηγητικής Λέσχης, του Λυκείου Ελληνίδων κ.ά. Η «Καζάρμα» το Μεσαιωνικό Φρούριο της πόλης, έχει αναστηλωθεί και διαμορφωθεί κατάλληλα ώστε αποτελεί το πιο ιδεώδες ντεκόρ για το ανέβασμα ιστορικών θεατρικών έργων ιδίως του ρεπερτορίου της Μεσαιωνικής Κρητικής Σχολής.

Η Σητεία είναι έδρα όλων σχεδόν των Δημοσίων Υπηρεσιών και έ­χει οδική και ακτοπλοϊκή επικοινωνία με τα διάφορα κέντρα της νήσου και των νησιών του Αιγαίου.